- ὑπογλωττίς
- ὑπογλωσσίς , ὑπογλωσσίςswelling on the under side of the tonguefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπογλωττίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ὑπογλωσσίς … Dictionary of Greek
HYPOGLOTTIS — Graece ὑπογλωττὶς, nomen coronae, sic dictae, quod ea sit frenum quasi loquacitati, inter pocula plerumque oriri solitae: de qua vide Athen. l. 15. c. 6. et 7. p. 677. et 678. Polluc. l. 4. c. 25. Casub. ad Athen. et C. Paschal. Coron. l. 2. c. 4 … Hofmann J. Lexicon universale
υπογλωσσίς — και αττ. τ. ὑπογλωττίς, ίδος, ἡ, Α 1. οίδημα στη στοματική κοιλότητα κάτω από τη γλώσσα 2. η κάτω επιφάνεια τής γλώσσας 3. ο χαλινός τής γλώσσας 4. φάρμακο για τον βήχα 5. στεφάνι από ὑπόγλωσσον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλῶσσα + επίθημα ίς,… … Dictionary of Greek